κατασκεύασμα

κατασκεύασμα
το (AM κατασκεύασμα)
[κατασκευάζω]
1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμα ἢ ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.)
2. επινόημα, τέχνασμα, δημιούργημα φαντασίας («ταῡθ' οὕτως ᾤοντο καὶ τοῡτ' ἦν τὸ κατασκεύασμ' αὐτοῑς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
ειρων. ακαλαίσθητο έργο, κακόζηλο έργο («αυτά τα κατασκευάσματά του τά βλέπεις και σέ απωθούν»)
αρχ.
1. έργο τέχνης
2. (για το σώμα) δομή, συγκρότηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασκεύασμα — that which is prepared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκεύασμα — το, ατος 1. δημιούργημα, έργο: Η γέφυρα αυτή είναι δικό του κατασκεύασμα. 2. επινόημα, τέχνασμα: Το κατασκεύασμα αυτής της ιστορίας είχε σκοπό να παραπλανήσει τις αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκεύασμ' — κατασκεύασμα , κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • σωσίβιο — Κατασκεύασμα που επιπλέει και που αποβλέπει στη διάσωση ανθρώπου που έπεσε στη θάλασσα. Το κλασικό σ. είναι σχήματος στρογγυλού (κρίκος) και κατασκευασμένο από γερό ύφασμα, παραγεμισμένο με ρινίσματα φελλού και χρωματισμένο εξωτερικά με… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευασμάτων — κατασκεύασμα that which is prepared neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευάσμασι — κατασκεύασμα that which is prepared neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευάσμασιν — κατασκεύασμα that which is prepared neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευάσματα — κατασκεύασμα that which is prepared neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευάσματι — κατασκεύασμα that which is prepared neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”